Ionic for καθαιρέω.
καταιρῶ :ion. c. καθαιρέω.
ion. = καθαιρέω, Her.
καταιρέω: ион. = καθαιρέω.
καταιρέω: Ἰων. ἀντὶ καθαιρέω.
καταιρέω: Ιων. αντί καθ-αιρέω.
καταιρέω Ion. voor καθαιρέω