κατακιρνάω

English (LSJ)

v. κατακίρνημι.

German (Pape)

[Seite 1353] = κατακεράννυμι, Sp.; im pass. κατακίρναμαι, Longin. 15, 9; Epigr. symm. her. 21 (IX, 362, 12).