κατακρημνάω

German (Pape)

[Seite 1356] herabhangen lassen, Hesych.; im pass., κατεκρημνῶντο, H. h. 6, 39, = Vor.

Russian (Dvoretsky)

κατακρημνάω: (только 3 л. pl. impf. pass. κατεκρημνῶντο HH) = κατακρεμάννυμι.