κατακυρίευσις

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, Bestätigung, Eustrat. zu Nicom. I, 31 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῡρίευσις: -εως, ἡ, κατακράτησις, Ἀθανάσ.