καταλυτήρ

English (LSJ)

καταλυτῆρος, ὁ, arbitrator, IG5(2).357.36 (Stymphalus, iii B. C.).

Greek Monolingual

καταλυτήρ, -ῆρος ὁ (Α)
καταλύω
ο διαιτητής.