καταλωφῶ, -άω και ποιητ. και ιων. τ. -έω (Α)1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λωφῶ «αναπαύομαι»].