καταξοή

English (LSJ)

Dor. καταξοά, ἡ, polishing, smoothing, IG4.1484.56, al. (Epid.), Rev.Phil.50.70 (Didyma, ii B.C.).

Greek Monolingual

καταξοή, δωρ. τ. καταξοά, ἡ (Α) καταξέω
επιγρ. τέλεια στίλβωση, τέλεια λείανση.