καταπειρητηρίη
English (LSJ)
Ionic for καταπειρατηρία.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sonde marine.
Étymologie: ion. p. *καταπειρατηρία, de κατά, πειράω.
Russian (Dvoretsky)
καταπειρητηρίη: ἡ мор. лот Her.
Ionic for καταπειρατηρία.
ης (ἡ) :
sonde marine.
Étymologie: ion. p. *καταπειρατηρία, de κατά, πειράω.
καταπειρητηρίη: ἡ мор. лот Her.