καταπεπτηώς

Russian (Dvoretsky)

καταπεπτηώς: Hes. part. pf. 2 к καταπτήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπεπτηώς -υῖα -ός ptc. perf. van καταπτήσσω.