καταπιττόω

English (LSJ)

Att. for καταπισσόω.

German (Pape)

[Seite 1370] att. = καταπισσόω.

French (Bailly abrégé)

att. c. καταπισσόω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιττόω: Ἀττ., ἀντὶ καταπισσόω.

Russian (Dvoretsky)

καταπιττόω: атт. = καταπισσόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πιττόω, Ion. καταπισσόω, met pek bestrijken (als straf); overdr. zwart maken:. κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην iedereen maakte Euripides zwart Aristoph. Eccl. 829.