καταπνοή

English (LSJ)

ἡ, blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατάπνοος, ον, contr. κατάπνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem.

Russian (Dvoretsky)

καταπνοή: дор. καταπνοάдыхание, веяние (ἀνέμων Pind.).

Greek Monolingual

καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).

Greek Monotonic

καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.

Middle Liddell

καταπνοή, ἡ, καταπνέω
a blowing, Pind.