καταρραντίζω

English (LSJ)

= καταρραίνω, Philum.Ven.14.2 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρραντίζω: καταρραίνω, ὕδασι πολλοῖς καταρραντισθεὶς Γενέσ. 53Λ, Ἀέτ. 3. 1, 4.

Greek Monolingual

καταρραντίζω (AM)
καταρραίνω.

German (Pape)

καταρραίνω, Jos.