καταρροφώ

Greek Monolingual

καταρροφῶ, -έω και -άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, -έω (Α, Μ καταρουφῶ, -άω)
καταπίνω, ρουφώ («οἶνον... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», Ξεν.).