κατατάκω

English (LSJ)

[ᾱ], Dor. for κατατήκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατάκω Dor. voor κατατήκω.

Russian (Dvoretsky)

κατατάκω: (ᾱκ) дор. Soph., Theocr. = κατατήκω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατάκω: ᾱ, Δωρ. ἀντὶ κατατήκω.

Greek Monolingual

κατατάκω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κατατήκω.

Greek Monotonic

κατατάκω: [ᾱ], Δωρ. αντί κατατήκω.