κατατελευτάω
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κατατελευτάω: τελευτῶ, καταλήγω, εἰς τοὺς νεφροὺς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 5.
Russian (Dvoretsky)
κατατελευτάω: оканчиваться (εἰς τὸ σῶμα τῶν νεφρῶν Arst.).
κατατελευτάω: τελευτῶ, καταλήγω, εἰς τοὺς νεφροὺς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 5.
κατατελευτάω: оканчиваться (εἰς τὸ σῶμα τῶν νεφρῶν Arst.).