κατατελευτάω

English (LSJ)

terminate, εἰς τοὺς νεφρούς Arist.PA671b13.

Greek (Liddell-Scott)

κατατελευτάω: τελευτῶ, καταλήγω, εἰς τοὺς νεφροὺς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 5.

Russian (Dvoretsky)

κατατελευτάω: оканчиваться (εἰς τὸ σῶμα τῶν νεφρῶν Arst.).

German (Pape)

endigen, auslaufen, εἴς τι, Arist. part.anim. 3.9.