καταφυλάσσω

English (LSJ)

watch, guard well, Ar.Ec.482.

German (Pape)

att. καταφυλάττω, bewachen, bewahren, Ar. Eccl. 482.

Russian (Dvoretsky)

καταφῠλάσσω: атт. καταφυλάττω наблюдать, подсматривать (τι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταφῠλάσσω: ἀγρυπνῶ ἢ φυλάσσω καλῶς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 482.

Greek Monolingual

καταφυλάσσω (Α)
(επιτ. τ. του φυλάσσω) φυλάγω καλά, φρουρώ με προσοχή.