κατεγχειρίζω: εἰς τὰς χεῖράς τινος παραδίδω, τινὶ κ. Βυζ.
κατεγχειρίζω (Μ)παραδίνω κάτι στα χέρια κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγ-χειρ-ίζω «δίνω στα χέρια»].