κατεηγώς

English (LSJ)

Ion. pf. 2 part. of κατάγνυμι, for κατεαγώς.

French (Bailly abrégé)

part. pf.2 Act. ion. de κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεηγώς: Ἰων. μετοχ. πρκμ. β΄ τοῦ κατάγνυμι, ἀντὶ τοῦ κατεαγώς.

Greek Monotonic

κατεηγώς: Ιων. αντί κατεαγώς, αμτβ. μτχ. παρακ. του κατάγνυμι.