κατεκπλήσσω

German (Pape)

[Seite 1394] = καταπλήσσω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατεκπλήσσω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐκπλήσσω, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 33.

Greek Monolingual

κατεκπλήσσω (Μ)
επιτ. τ. του εκπλήσσω.