c. κατένωπα.
κατενῶπα: или κατ᾽ ἐνῶπα adv. прямо в лицо (κ. ἰδὼν Δαναῶν Hom.).
(κατένωπα)See also: s. ἐνῶπα.
κατενῶπα: (κατένωπα){katenō̃pa (katénōpa)}See also: s. ἐνῶπα.Page 1,801