κατευθείαν

Greek Monolingual

επίρρ.
1. σε ευθεία γραμμή, ίσια, ολόισια
2. χωρίς ενδιάμεσο σταθμό, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθείαν (ενν. γραμμήν)].