κατθέσθην

English (LSJ)

v. κατατίθημι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel ao.2 Moy. épq. sync. de κατατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

κατθέσθην: эп. 3 л. dual. med. к κατατίθημι.