κατωτικός

Greek (Liddell-Scott)

κατωτικός: -ή, -όν, ὁ κάτω κείμενος, χαμηλότερος, Εὐστ.

Greek Monolingual

κατωτικός, -ή, -όν (ΑΜ) κάτω
αυτός που κείται χαμηλά.