κατόρυξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, burying deep, Thphr. HP 5.7.7.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, das Vergraben, Eingraben, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κατόρυξις: -εως, ἡ, τὸ κατορύσσειν, ἡ εἰς βάθος ταφή, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 7.