καυάξαις

English (LSJ)

v. κατάγνυμι.

German (Pape)

[Seite 1407] Hes. O. 668. 695, = κατάξαις, zu κατάγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυάξαις ep. opt. aor. act. 2 sing. van κατάγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

καυάξαις: (= κατάξαις) Hes. 2 л. sing. aor. opt. act. к κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

καυάξαις: ἴδε ἐν λ. κατάγνυμι.

Greek Monotonic

καυάξαις: Επικ. αντί κατ-Ϝάξας, βʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ του κατάγνυμι.