τό, v. βαυκάλιον.
καυκάλιον: τό, ἴδε ἐν λ. βαυκάλιον, ἀγγεῖον ὑάλινον, τὸ βουκάλιον, ἐξ οὗ τὸ Γαλλ. bocal.
καυκάλιον, το (ΑΜ)μσν.κούπα, ποτήριαρχ.βαυκάλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον.