[Seite 1409] άδος, ἡ, die Großprahlerinn?
καυχάς: -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.
καυχάς, -άδος, ἡ (Α)αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχῶμαι, κατά το σχήμα μαίνομαι-μαινάς.