καχρυώδης

English (LSJ)

καχρυῶδες, like a winter-bud, Thphr. HP 3.12.8 and 17.3.

German (Pape)

[Seite 1409] ες, = καγχρυώδης, mit Ansätzen zu Blütenkätzchen (s. κάχρυς), Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καχρῠώδης: καχρυόεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 8 καὶ 17, 3.

Greek Monolingual

καχρυώδης, -ες (Α)
ο καχρυόεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + κατάλ. -ώδης).