καύσω

French (Bailly abrégé)

v. καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύσω fut. van κάω.

Russian (Dvoretsky)

καύσω: fut. к καίω.

Greek (Liddell-Scott)

καύσω: μέλλ. τοῦ καίω.

Greek Monotonic

καύσω: μέλ. του καίω.