v. κήδω.
[Seite 1413] u. κεκαδήσω, fut. zu κήδομαι u. κήδω.
κεκᾰδήσομαι: Επικ. Παθ. μέλ. του κήδω.
κεκαδήσομαι: эп. fut. 2 med. к κήδω.