κεκακουργημένως

English (LSJ)

Adv. maliciously, Sch.Aeschin.3.3.

German (Pape)

[Seite 1413] böswilligerweise, boshaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰκουργημένως: Ἐπίρρ., μετὰ κακίας, κακουργικῶς, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. § 3.

Greek Monolingual

κεκακουργημένως (Α)
επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»].