κεκλόμενος
English (LSJ)
v. κέλομαι.
German (Pape)
[Seite 1413] s. κέλομαι.
English (Autenrieth)
see κέλομαι.
Greek Monotonic
κεκλόμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του κέλομαι.
v. κέλομαι.
[Seite 1413] s. κέλομαι.
see κέλομαι.
κεκλόμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του κέλομαι.