κελάρυζα
German (Pape)
[Seite 1414] κορώνη, die krächzende, nach Eust. 488, 19 = λακέρυζα.
Greek (Liddell-Scott)
κελάρυζα: ἡ, = λακέρυζα, κ. κορώνη, ἡ κράζουσα, Πλανούδ. ἐν Βραχμ. Ἀνεκδ. 2. 110.
[Seite 1414] κορώνη, die krächzende, nach Eust. 488, 19 = λακέρυζα.
κελάρυζα: ἡ, = λακέρυζα, κ. κορώνη, ἡ κράζουσα, Πλανούδ. ἐν Βραχμ. Ἀνεκδ. 2. 110.