κελευσμοσύνη
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.
Russian (Dvoretsky)
κελευσμοσύνη: (σῠ) ἡ Her. = κέλευσμα 1.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.
Greek Monolingual
κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.
Greek Monotonic
κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
κελευσμοσύνη, ἡ, [ionic for κέλευσμα, Hdt.]