κελοί

English (LSJ)

οἱ, = τὰ ξύλα, Hsch. s.v. κελέοντας.

Greek Monolingual

κελοί, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός.