κελύφιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κέλυφος 2d, Arist.HA622a7.

German (Pape)

[Seite 1416] τό, dim. von κελύφη, τῶν καρκίνων Arist. H. A. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

κελύφιον: ῡ, τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21.

Russian (Dvoretsky)

κελύφιον: (ῡ) τό скорлупка, чешуйка (τῶν καρκίνων Arst.).