κελώριον

English (LSJ)

τό, = παιδίον, Hsch. κελωρύω, shout, Id., Phot.; cf. κέλωρ ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

κελώριον: ὑποκορ. τοῦ προηγ., «τὸ παιδίον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κελώριον, τὸ (Α) κέλωρ
(κατά τον Ησύχ.) παιδί.