κενωτέον

English (LSJ)

one must purge, Gal.17(2).359, cf. 10.904, Ruf. ap. Orib.7.26.18.

Greek (Liddell-Scott)

κενωτέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ κενόω, δεῖ κενοῦν, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙ. 97, 9, Γαλην.