κεράτειος: -ον, ὁ ἐκ κεράτων συνηρμοσμένος, ὁ ἐν Δήλῳ κεράτειος βωμὸς Ἀνώνυμ.· ― ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. 983Ε καλεῖ αὐτὸν κεράτινον.
κεράτειος, -ον (Α) κέρας(για τον βωμό του Απόλλωνος στη Δήλο) κατασκευασμένος από κέρατα.