κεραβάτου, ὁ, = κεροβάτης, Suid., Zonar.
[Seite 1419] ὁ, = κεροβάτης, VLL.
κερᾰβάτης: -ου, ὁ, = κεροβάτης, Ἡσύχ.
κεραβάτης, ὁ (Α)(Ησύχ.) βλ. κεροβάτης.