κεραβάτης

English (LSJ)

κεραβάτου, ὁ, = κεροβάτης, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 1419] ὁ, = κεροβάτης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰβάτης: -ου, ὁ, = κεροβάτης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κεραβάτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) βλ. κεροβάτης.