κεραμοπλαστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεραμοπλαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραμοπλαστική
η κεραμευτική
αρχ.
αυτός που ανήκει στον κεραμοπλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Μιχ. Π. Λάμπρο].
-ή, -ό (Α κεραμοπλαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραμοπλαστική
η κεραμευτική
αρχ.
αυτός που ανήκει στον κεραμοπλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Μιχ. Π. Λάμπρο].