κεραταία

Greek (Liddell-Scott)

κεραταία: ἡ, = κεραία, Μαρτύρ. Ἀρέθ. 56.

Greek Monolingual

κεραταία, ἡ (Μ)
η κεραία του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -ατος + κατάλ. -αία, βλ. και λ. κεραία.