κερατοβάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, Glossaria on κεροβάτας, Sch.Ar.Ra.230.

Greek (Liddell-Scott)

κερατοβάτης: ὁ, = κεροβάτης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 230.