κεραυνοποιός
English (LSJ)
κεραυνοποιόν, causing thunderbolts, Vett.Val.6.25.
Greek Monolingual
κεραυνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κεραυνούς.
κεραυνοποιόν, causing thunderbolts, Vett.Val.6.25.
κεραυνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κεραυνούς.