κερχναλέος

English (LSJ)

v. κερχαλέος.

German (Pape)

[Seite 1426] = κερχαλέος, Galen.

Greek Monolingual

κερχναλέος, -α, -ον (Α)
δ. γρφ. του κερχαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφυρμό τών κέρχνος (II) και κερχαλέος.