κεφάλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κεφαλή, ἵππου κ., as an ornament, IG22.1466.13, cf. Dsc.4.148, Sor.1.119, al., Plu. 2.641b; κ. γλυκύ, of a person, Sammelb.5807.12.

German (Pape)

[Seite 1428] τό, dim. von κεφαλή, Köpfchen eines Fisches, Plut. Symp. 2, 7, 1; Diosc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de κεφαλή.

Russian (Dvoretsky)

κεφάλιον: (ᾰ) τό головка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κεφάλιον: ᾰ, ὑποκορ. τοῦ κεφαλή, Διοσκ. 4. 150, Πλούτ. 2. 641Β.

Greek Monolingual

κεφάλιον, τὸ (Α)
βλ. κεφάλι.

Greek Monotonic

κεφάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του κεφαλή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κεφᾰ́λιον, ου, τό, [Dim. of κεφαλή, Plut.]