κεφαλαιωδῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
sommairement.
Étymologie: κεφαλαιώδης.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιωδῶς: в основных чертах (συντόμως καὶ κ.; βραχὺ καὶ κ. Polyb.).