κεφαλώδης

English (LSJ)

κεφαλῶδες, = κεφαλοειδής, like a head, Thphr. HP 8.8.5, 9.8.4.

German (Pape)

[Seite 1428] ες, = κεφαλοειδής, ῥίζα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλώδης: -ες, = κεφαλοειδής, ὅμοιος πρὸς κεφαλήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 4.

Greek Monolingual

κεφαλώδης, -ῶδες (Α) κεφαλή
όμοιος με κεφάλι, κεφαλοειδής.