η, ον :v. χαρίζομαι.
κεχᾰρισμένος: -ένως, ἴδε ἐν λέξ. χαρίζομαι ΙΙ.
see χαρίζομαι.
κεχᾰρισμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του κᾰρίζομαι.