κεχαρισμένος

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. χαρίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεχᾰρισμένος: -ένως, ἴδε ἐν λέξ. χαρίζομαι ΙΙ.

English (Autenrieth)

see χαρίζομαι.

Greek Monotonic

κεχᾰρισμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του κᾰρίζομαι.