κεχωρίδαται

English (LSJ)

v. χωρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κεχωρίδαται: ἴδε ἐν λέξ. χωρίζω.

Greek Monotonic

κεχωρίδαται: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του χωρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεχωρίδαται Ion. perf. med. 3 plur. van χωρίζω.